- κάρτο
- το (Μ κάρτο και κάρτον)το τέταρτο οποιασδήποτε μονάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quarto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάρτο — το (λ. ιταλ.), το ένα τέταρτο οποιασδήποτε μονάδας: Θα επιστρέψω σ ένα κάρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)